- άγκυρα
- η якорь;
ρίχνω (σηκώνω) την άγκυρα — отдавать, бросать (поднимать, выбирать) якорь;
§ άγκυρα σωτηρίας — якорь спасения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρίχνω (σηκώνω) την άγκυρα — отдавать, бросать (поднимать, выбирать) якорь;
§ άγκυρα σωτηρίας — якорь спасения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ἀγκύρα — Ἀγκύρᾱ , Ἄγκυρα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύρα — ἀγκύρᾱ , ἄγκυρα anchor fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγκύρᾳ — Ἀγκύρᾱͅ , Ἄγκυρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύρᾳ — ἀγκύρᾱͅ , ἄγκυρα anchor fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγκυρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγκυρα — anchor fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek
άγκυρα — η 1. βαρύ σιδερένιο αγκυλωτό όργανο που χρησιμεύει ν ακινητούν τα πλοία: Όταν έφτασα στο λιμάνι το πλοίοέριχνε την άγκυρα. 2. στήριγμα, ελπίδα: Αυτό ήταν η μοναδική για κείνον άγκυρα σωτηρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀγκύρας — Ἀγκύρᾱς , Ἄγκυρα fem acc pl Ἀγκύρᾱς , Ἄγκυρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύρας — ἀγκύρᾱς , ἄγκυρα anchor fem acc pl ἀγκύρᾱς , ἄγκυρα anchor fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγκυρ' — Ἄγκυρα , Ἄγκυρα fem nom/voc sg Ἄγκυραι , Ἄγκυρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)